Dictionary of Greek. 2013.
μετατρέχω — (ΑΜ) τρέχω πίσω από κάτι, ζητώ, αναζητώ μσν. 1. ξανατρέχω αρχ. 1. τρέχω για να φέρω κάποιον ή κάτι 2. αλλάζω κατοικία, μετοικώ … Dictionary of Greek